25 Αυγούστου 2014

Μοναστηριακή Συνταγή για Φανουρόπιτα και η Ευχή.



                                 
                                                          Φανουρόπιτα

                                               Η Συνταγή είναι Πρεσβυτέρας

Υλικά:

4 φλυτζάνια τσαγιού αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
1 κουταλάκι κανέλλα
1 μπέικιν
1 φλυτζάνι τσαγιού λάδι
1 φλυτζάνι τσαγιού ζάχαρη
1/2 φλυτζάνι τσαγιού νερό
3/4 φλυτζάνι τσαγιού πορτοκαλάδα
ελάχιστη σόδα
ξύσμα λεμονιού-πορτοκαλιού.

Εκτέλεση:

     Κτυπάμε όλα τα υλικά στο μούλτι για λίγα λεπτά και μετά βάζουμε το αλεύρι με τη σόδα και το μπέικιν και ανακατεύουμε καλά.
     Ύστερα βάζουμε : 1 φλυτζάνι σταφίδα ξανθή, 1 φλυτζάνι χοντρά κομμένα καρύδια και βάζουμε το μίγμα σε βουτυρωμένο ταψί νούμερο 32 και το ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 45΄ λεπτά. Όταν ψηθεί το αφήνουμε να κρυώσει και κατόπιν πασπαλίζουμε από πάνω με ζάχαρη άχνη. 

Η Ευχή:

Η Ευχή αυτή διαβάζεται κατά την παρασκευή της Φανουρόπιτας που φτιάχνουμε προς τιμήν του Αγίου Φανουρίου:

     "Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο της βρώσεως της μενούσης εις τον αιώνα πλουσιοπάροχος χορηγός, ο δοτήρ των αγαθών, ο δέ Ηλιού τροφήν αγεώργητον πηγάσας, η ελπίς των απηλπισμένων, η βοήθεια των αβοηθήτων και σωτηρία των ψυχών ημών.
     Ευλόγησον τα δώρα ταύτα και τους ταύτα σοι προσκομίσαντας, εις δόξαν σήν και τιμήν του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Φανουρίου. 
     Παράσχου δέ, αγαθέ, τοις ευπρεπίσασι τους πλακούντας τούτους, πάντα τά εγκόσμια καί υπερκόσμια αγαθά σου.Εύφρανον αυτούς εν χαρά μετά του προσώπου σου, δείξον αυτοίς οδούς προς σωτηρίαν. Τα αιτήματα τών καρδιών αυτών καί πάσαν τήν βουλήν αυτών ταχέως πλήρωσον, οδηγών αυτούς προς εργασίαν τών εντολών σου, ίνα διά παντός εν ευφροσύνη καί αγαλλιάσει υμνώσι καί δοξάσωσι το πάντιμον καί μεγαλοπρεπές όνομά σου, πρεσβείαις της υπερευλογημένης Θεοτόκου, του αγίου ένδοξου νεομάρτυρος Φανουρίου, του Θαυματουργού, καί πάντων σου τών αγίων. Αμήν".

                                                                                  Ορθόδοξα Ωφελήματα και Xristianos.gr

3 Αυγούστου 2014

Ένα παραμύθι ...από χαρτί και θάλασσα.


      Λίγα χάρτινα καραβάκια έχουν τη χαρά να ταξιδέψουν.
Συνήθως οι κατασκευαστές τους, όση τέχνη κι αν βάλουν κατά τη "ναυπήγησή" τους, συχνά τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους…


      Ένα καραβάκι στεκόταν για μέρες σε μια αμμουδιά ανάμεσα σε σπαρμένα βότσαλα, φύκια και σπασμένα ξύλα που ξεβράζονταν στην ακτή. Ένα μικρό χάρτινο καραβάκι, που ‘χε την πλώρη στραμμένη στη θάλασσα κι αγνάντευε τα κύματα. Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παράπονο, τους έγνεφε και παρακαλούσε να έρθει κάποιο να το πάρει μακριά στο πέλαγος, μα εκείνα ξετρελαμένα στο παιγνίδι τους δεν άκουγαν. Πόσο ήθελε να πλησιάσει κάποιο κοντά του… να το πάρει, να τ’ αλαργέψει.


      Ώσπου ένα μικρό κυματάκι άκουσε το παράπονό του και ήρθε απαλά χαϊδεύοντας την πλώρη του.

Το καραβάκι ίσα που σάλεψε και πριν προλάβει να συνέλθει, ακόμα ένα το άγγιξε τραβώντας το προς τα μέσα. Έπλεε στο νερό! Σάλπαρε!



      Για πότε απομακρύνθηκε απ’ την ακτή ούτε που το κατάλαβε, θαρρείς και αόρατα κουπιά
ανεβοκατέβαιναν με δύναμη από τις κουπαστές του και το έσπρωχναν στο πέλαγος. Έτρεχε χορεύοντας στα κύματα χωρίς προορισμό, δίχως πηδάλιο, πυξίδα και χάρτες ναυτικούς, δίχως άγκυρα. Σε τι θα του χρησίμευαν άλλωστε? Αυτό ήθελε μόνο ν’ ακούει τους ψιθύρους τ’ ουρανού και της θάλασσας, να παίρνει τα φιλιά των μελτεμιών. Ήθελε μοναχά να ταξιδεύει!

      Θα το κυβερνούσαν οι άνεμοι και σαν θα νύχτωνε, τ’ άστρα θα το καθοδηγούσαν, τ΄αργυρόφεγγα
νερά, τα φωτεινά χαμόγελα των φάρων. Οι γλάροι θα το συντρόφευαν και τα μακρινά βουητά των κοχυλιών. Θα μάθαινε από που έρχονται τα κύματα, το πως γεννιούνται, και που κοιμάται ο άνεμος με τα σφυρίγματά του. Έτρεχε το καραβάκι μεσοπέλαγα, με τη μικρή του πλώρη γελαστή και τ’ άρμενά του φουσκωμένα, κάνοντας τραμπάλα στα γαλανά νερά της θάλασσας, στην αρμύρα, στα λαμπυρίσματά της. Κι έτρεχε, έτρεχε χαρούμενο, μεθυσμένο, ελεύθερο!


      Μα κάποτε το καραβάκι κουράστηκε… έπλεε αργά, όλο και πιο αργά… Ξάφνου σταμάτησε, έμεινε ακίνητο. Αφουγκράστηκε τους ήχους του πελάγους, τα κύματα, κι έπειτα έγειρε αποκαμωμένο να ξεκουραστεί. Φάνηκαν τα πλαϊνά του μουσκεμένα, βαριά, με δυσκολία το κρατούσαν στην επιφάνεια. Έγειρε κι άλλο… Η χάρτινη καρίνα του μουλιασμένη διαλυόταν, έλιωνε, μα κρατούσε ακόμα το λευκό του πανάκι καθώς σιγά σιγά το έκρυβε η θάλασσα στη φιλόξενη αγκαλιά της. Εκείνο, παραδομένο πια κοιμόταν....


      Ονειρευόταν πως το έσερναν ιππόκαμποι -αλογάκια της θάλασσας- και το σεργιάνιζαν πότε στις γειτονιές των δελφινιών και πότε σε γαλαζοπράσινους βυθούς και σε κοράλλια. Ονειρευόταν πλώρες, κύματα, πανιά, ταξίδια…

      Ονειρευόταν πως γινόταν θάλασσα…

                                                                                                                 Αντώνης Δημητρακόπουλος

                                   

      Υ.Γ. Για τις θάλασσες που ταξιδεύουμε, για εκείνες που ονειρευόμαστε και για τα πανιά μας, που σε πείσμα των καιρών, αντέχουν ακόμα.... Σας φιλώ.