7 Απριλίου 2020

Ώρα μηδέν.


(Συμμετοχή στο Συλλογικό Δρώμενο 
"Μια Ιστορία από στιχάκια" από το Pause Blog της Katerina V)


     "Ψυχορραγεί!", άκουσε ο Άλκης τον γιατρό να λέει. 
Το βλέμμα του αδιάφορο, ανέκφραστο. Mιλούσαν ανοιχτά μπροστά του, νομίζοντας ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του, μα αυτός τους άκουγε, αντιλαμβανόταν τα πάντα. Ο γιατρός ρωτούσε, εκείνος τον καταλάβαινε, του απαντούσε. Όμως, δεν φαινόταν κανείς να του δίνει σημασία. Πώς είναι δυνατόν? Τα έβλεπε όλα, τα ένιωθε όλα και είχε πλήρη συνείδηση αυτών πού συνέβαιναν γύρω του. Παρ΄όλα αυτά, είχε μία τέτοια αδιαφορία και μια τέτοια αποξένωση, πού δεν μπορούσε να περιγραφεί. Αδιανόητη για ένα ζωντανό πλάσμα! 
"Σας παρακαλώ, ακούστε με! Είμαι καλά, σας λέω! Ο Δημήτρης! Πού είναι ο Δημήτρης? Αφήστε με να φύγω! Δεν πρέπει ν΄αργήσω!"

     Πρόσωπα άγνωστα με λευκές μπλούζες, σκυμμένα από πάνω του. Κινήσεις γρήγορες. Ένιωθε το άγγιγμά τους στην προσπάθεια να ψηλαφίσουν το σφυγμό. Ένα κάψιμο στο στήθος, να ουρλιάξει από τον πόνο θέλει και το κορμί του να τραντάζεται ολόκληρο. 

"Όχι ξανά! Μη, σας παρακαλώ! Όχι...!". 
Κι αυτός ο δαιμονισμένος παρατεταμένος ήχος του μηχανήματος!

     Αισθάνθηκε μια κάποια δύναμη, ξαφνικά, να τον τραβάει δυνατά προς τα πάνω. Όλα τα μέλη του σώματός του βαριά, έρμαια σε αυτή την τόσο αυξανόμενα μεγάλη, που η λέξη "βάρος" δεν μπορούσε πλέον να εκφράσει την πίεση που ένιωθε. Λες κι ένας άλλος νόμος της έλξης, με χίλιες φορές μεγαλύτερη δύναμη, λειτουργούσε επάνω του. Κάθε σημείο του σώματός του, κάθε τρίχα, κάθε φλέβα, κάθε κύτταρο ελκόταν από αυτή όπως ένας δυνατός μαγνήτης έλκει κομμάτια σιδήρου. Μα, όσο πλησίαζε αυτή η στιγμή τόσο περισσότερο φοβόταν, τόσο μεγαλύτερο βάρος αισθανόταν στην ψυχή του. Όλη ή ύπαρξη του διαμαρτυρόταν και με όλες τις δυνάμεις του προσπαθούσε να απομακρυνθεί από αυτό το κέντρο έλξεως. Κι όσο ο αγώνας εκείνος μεγάλωνε μέσα του, τόσο βασανιστικά κι απελπισμένα φώναζε να ακουστεί. Όσο παράδοξο κι αν φαινόταν, κανείς και τίποτα ωστόσο δεν τον εμπόδιζε εκείνη τη στιγμή να τ΄ αντιλαμβάνεται όλα, να έχει τη συνειδητή αίσθηση της πραγματικότητας.


     "Ψυχορράγημα! Θάνατος! Πραγματικά, είναι δυνατόν εγώ να πεθαίνω? Μα πώς? Γιατί?". 

Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να συγκεντρωθεί σ’ αυτά πού γίνονταν μέσα του. Αδύνατον! Κάποτε, είχε διαβάσει ότι ο θάνατος είναι οδυνηρός. Όμως, εκείνος τώρα δεν πονούσε. Ένα αίσθημα γαλήνης τον κατέβαλε, μια ηρεμία και ξαφνικά ένιωσε να αιωρείται σ΄ένα ταξίδι πέρα από τα εγκόσμια. Δεν αισθανόταν φόβο, όπως συνήθως αισθάνονται οι άνθρωποι όταν σκέφτονται το θάνατο. Να ένιωθε κι εκείνη τότε, το ίδιο άραγε? 
"Που να΄σαι τώρα που κρυώνω και φοβάμαι, μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω μόνο να΄μαι" (1), ψέλλισε. Έτρεμε. "Γι' αυτά που ήρθαν, γι' αυτά που πάνε, για ό,τι χάθηκε στα μάτια μου μπροστά.."(2).
 

     Σ
τεκόταν μόνος του τώρα, στη μέση του δωματίου. Στα δεξιά του, το προσωπικό του νοσοκομείου γύρω από το κρεβάτι του σχημάτιζαν ημικύκλιο. Με τα χέρια ριγμένα στο πλάι, κάθιδρος στεκόταν ο επικεφαλής γιατρός των Επειγόντων κοιτάζοντας κάτι που ο Άλκης δεν μπορούσε να δει, επειδή οι άλλοι τον εμπόδιζαν. Όμως, ακόμα και τώρα δεν υποχωρούσε. Αγωνιζόταν με διάφορους τρόπους να τούς κάνει να τον προσέξουν, μα στο τέλος όλες οι προσπάθειές του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και τον οδήγησαν σε πλήρη απόγνωση. 
"Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, πλέον! Τελείωσαν όλα!", είπε εκείνη τη στιγμή ένας από τούς γιατρούς με απελπισία, απομακρυνόμενος από το κρεβάτι του. Δίπλα του στεκόταν ένας νοσοκόμος. Σκυμμένος μπροστά κρατούσε στα χέρια του μία φιάλη οξυγόνου και δεν ήξερε τι να την κάνει... Να την πάει έξω, ή, να την κρατήσει επειδή - ίσως - θα μπορούσε να χρειαστεί? Ένας άλλος νεώτερος, κρατούσε κάτι που μετά βίας μπόρεσε να διακρίνει την άκρη του. 
"Μα... αυτό είναι το μαξιλάρι μου!". 
Του φάνηκε περίεργο. Εκεί πού στεκόταν αυτή η ομάδα ανθρώπων ήταν το κρεβάτι που αρχικά τον είχαν τοποθετήσει. Ποιο πράγμα, τώρα, τραβούσε την προσοχή τους? Και γιατί εκείνος δεν ήταν εκεί μαζί τους, αλλά στεκόταν στη μέση του δωματίου?

     Πλησίασε και κοίταξε εκεί όπου κοιτούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Πάγωσε έντρομος όταν... επάνω στο κρεβάτι, αντίκρισε τον εαυτό του. Ήταν ακίνητος, άψυχος, με πρόσωπο καταματωμένο και χλωμό σαν το κερί. Τα μελανά χείλια του σφιγμένα. Η εικόνα αυτή του θύμισε έντονα τη Ερατώ του. 
"Δεν είμαι αυτός που έφτασε, ούτε κι αυτός που λείπει" (3), σκέφτηκε με μιας. 
"Πώς είναι δυνατόν να γίνεται κάτι τέτοιο!? Πώς είναι δυνατόν να είναι εδώ, αλλά κι εκεί συγχρόνως?"
Κοίταξε τον εαυτό του, δεν χωρούσε αμφιβολία! Προσπάθησε με το δεξί του χέρι να πιάσει το αριστερό. Όμως, το ένα χέρι πέρασε μέσα από το άλλο. Επανέλαβε την ίδια κίνηση με τα χέρια προς τη μέση μου. Και πάλι τα χέρια του πέρασαν μέσα από το σώμα του, σα να υπήρχε στη θέση του ένα κενό. 
"Μα, τι επιτέλους, συμβαίνει?", φώναξε στον γιατρό. Σιωπή. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Τον τύλιγε τώρα μία φρικτή, παράξενη μοναξιά και τον έπιασε πανικός! Γύρω του τόσοι άνθρωποι... τους άκουγε, κατανοούσε απόλυτα τι έλεγαν, προσπαθούσε να αποσπάσει με κάθε τρόπο την προσοχή τους και κανείς, μα κανείς, δεν μπορούσε ν΄ακούσει τη φωνή του, δεν μπορούσαν να του προσφέρουν βοήθεια. Γύρισε μηχανικά προς το τζάμι και το βλέμμα του έπεσε στον Δημήτρη. Έτρεξε με λαχτάρα κοντά του:
"Δημήτρη, πρέπει να βιαστούμε! Ο Αυγερινός...". 

 Όμως, εκείνος δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Φανερά καταβεβλημένος, μετά βίας φαινόταν να στέκεται όρθιος, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα που αυλάκωναν το πρόσωπό του. 
"Είναι δυνατόν να μην με βλέπει? Κανείς τους δεν με βλέπει?", μονολογούσε απελπισμένος. 
Ξανά και ξανά πλησίαζε τούς ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω από το κρεβάτι του. Όμως, κανένας από αυτούς δεν γύριζε και δεν τον πρόσεχε. Μια νεαρή νοσοκόμα, αφού στράφηκε προς την εικόνα πάνω από τη νεκρική κλίνη, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε μία ευχή πολύ συνηθισμένη σε τέτοιες περιστάσεις… 
"Ας έχει τη Βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ανάπαυση!"

     "Άλκη, αγάπη μου..." 
Έστρεψε το κεφάλι προς τα πίσω και αντίκρισε δυο μάτια μπλε - θάλασσες να τον κοιτάζουν. Λουσμένη στο φως ολόκληρη, τόσο όμορφη, τόσο αέρινη, τόσο αιθέρια, ίδια άγγελος! 
Λιγοψύχησε σαστισμένος: "Γιατί τα μάτια σου εγώ έχω φιλήσει, στην αγκαλιά σου η καρδιά μου έχει σβήσει" (4). 
Ξέσπασε με μιας σε λυγμούς και αναφιλητά. "Λατρεμένη μου Ερατώ, συγχώρεσέ με!" 
 Πονούσε που την αντίκριζε εκεί μπροστά του κι ο πόνος αυτός ήταν τόσο διαπεραστικός που τον διέλυε. Τον κοίταξε αινιγματικά σιωπώντας. 
"Δεν πειράζει, δεν πειράζει, αν δε θες να μου μιλάς. Δεν αντέχω άλλο έλα, έλα πάρε με αγκαλιά... Να 'ναι πάλι όπως παλιά" (4). 

     Τον πήρε από το χέρι και βγήκαν στο δρόμο, περνώντας κατευθείαν μέσα από τον τοίχο του δωματίου. Έξω βράδιαζε και λίγο χιόνιζε. Το έβλεπε, αλλά δεν αισθανόταν κρύο και γενικά δεν αισθανόταν τη διαφορά θερμοκρασίας μέσα κι έξω. Ο χρόνος άχρονος πια. Ψίθυροι απόκοσμοι, θροΐσματα του ανέμου που σφύριζε έναν μακρινό σκοπό: 
"Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει? Να’ ναι εκεί όταν γελάς κι όταν φοβάσαι. Να’ ναι εκεί όταν μεθάς κι όταν λυπάσαι. Κι όταν κρύβεσαι στης μοναξιάς τα μέρη" (5). 
Η φωνή της ήχησε μελωδία απαλή, βάλσαμο στην ψυχή του, με σταθερότητα και χωρίς θυμό: "Δεν είσαι έτοιμος ακόμα, μάτια μου...". 

     Σαν μία ηχώ εκατομμυρίων φωνών αντήχησε στον αέρα και επανέλαβε τον λόγο σε μία γλώσσα πού δεν την ξεχώριζε το αυτί, αλλά την καταλάβαινε η καρδιά και ο νους του, εκφράζοντας πλήρη συμφωνία με την απόφαση. Έμεινε να την παρατηρεί μαγνητισμένος, συνεπαρμένος από την ομορφιά της. Μια δειλή αίσθηση διαμαρτυρίας ξύπνησε μέσα του. "Χιλιάδες άγγελοι με τ' άσπρα, κλωνάρια λησμονιάς μοιράζουν κι από το σώμα μου σαν άστρα, παιδιά δικά σου ανάσες βγάζουν" (6). 
"Ψυχή μου, εγώ...", ψέλλισε τρεμάμενη η φωνή του. 
"Βιάσου, πλησιάζει η ώρα! Πρέπει να επιστρέψεις!". 
"Όπου πας κι εγώ! Μαζί σου μόνο, αχώριστοι πλέον! Ερατώ μου, μη μ΄αφήνεις, αγαπημένη μου πάλι..!" 
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια γελώντας δυνατά: "Θάλεια, αγάπη μου! Η Θάλεια, είμαι...". Ένιωσε να βυθίζεται στη δίνη της απόγνωσης ξέπνοος. Ο πόνος στην ψυχή του διαπεραστικός όσο και το βλέμμα της. "Όχι! Ψέματα! Θεέ μου! Όχιιιιιιιιιι!!!!"

     Άνοιξε τα μάτια του στο κρεβάτι που πριν είχε αποχωριστεί, με το νοσηλευτικό προσωπικό γύρω του να τον κοιτάζει με πολλή προσοχή και μεγάλη περιέργεια. Δίπλα του, καθόταν στην καρέκλα ο αρχίατρος του νοσοκομείου, προσπαθώντας με εμφανή δυσκολία να δείξει στους άλλους τη συνηθισμένη του σοβαρότητα. 


Τα τραγούδια των οποίων οι στίχοι "έντυσαν" τη συμμετοχή μου:

1) "Που να΄σαι τώρα"
Στίχοι: Γιώργος Θεοφάνους
Μουσική: Γιώργος Θεοφάνους
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Ρέμος

2) "Πού να σε βρω"
Στίχοι: Δημήτρης Μητσοτάκης
Μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης & Ενδελέχεια
Ερμηνεία: Ενδελέχεια

3) "Δεν είμαι αυτός που θες"
Στίχοι: Δημήτρης Μητσοτάκης
Μουσική: Παναγιώτης Κατσιμάνης & Ενδελέχεια
Ερμηνεία: Ενδελέχεια


4) "Δεν πειράζει (Γιατί τα μάτια σου εγώ έχω φιλήσει)"
Στίχοι: Οδυσσέας Τσάκαλος
Μουσική: Οδυσσέας Τσάκαλος
Πρώτη εκτέλεση: Οδυσσέας Τσάκαλος

5) "Τι τραγούδι να σου πω"
Στίχοι: Δημήτρης Μητσοτάκης
Μουσική: Παναγιώτης Κατσιμάνης
Ερμηνεία: Ενδελέχεια (Δημήτρης Λεοντόπουλος)

6) "Θεός αν είναι"
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Goran Bregovic
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη