Βαφέας <
αρχαία ελληνική βαφεύς: Αυτός που βάφει, συνήθως κατ΄επάγγελμα, κυρίως μέταλλα, αυτοκίνητα ή υφάσματα. Για τους βαφείς κτηρίων είναι συνηθέστερη η ονομασία ελαιοχρωματιστής, ή -κοινά- μπογιατζής.
Μπογιατζής: Οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και πατανίες, χιράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν, κυρίως, φυτικά χρώματα, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται και αυτά του εμπορίου. Ειδικά για ο κόκκινο χρώμα, χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για ακόμα πιο σταθερή βαφή, βελανιδόκουπες.
Ελαιοχρωματιστής: Βαφέας ειδικός στον ελαιοχρωματισμό.
Έμπειρος ελαιοχρωματιστής-μπογιατζής-βαφέας εξελιγμένων τεχνοτροπιών, χρωματίζει όνειρα...μπογιατίζει κόσμους...
"παίρνει φως απ΄τον ήλιο και βάφει την αγάπη"... Διώχνει τα μαύρα και τα γκρίζα, καλύπτοντας με λευκό και τα πιο βαθιά σκοτάδια. Επαγγελματίας με υπευθυνότητα, συνέπεια, καλαισθησία, με σημασία στη λεπτομέρεια και ακρίβεια στην τεχνική του. Για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ όπως επικοινωνήσετε με τον Αία, τον βαφέα......
Γλωσσάρι
πατανία (η) ουσ. (πληθ. οι πατανίες): κουβέρτα, βελέντζα
πατητές: υφαντά κλινοσκεπάσματα
χιράμι: υφαντό λεπτό κλινοσκέπασμα
Ριζάρι (αγριοριζάρι, σχοινοβάφιο, αγριοβάφιο, αλιζάρι, ερυθρόδανο...κ.λ.π.): Φυτό με μια κόκκινη χρωστική εντοπισμένη στις ρίζες του, η οποία ξηραίνεται στη σκιά και στη συνέχεια μετατρέπεται σε σκόνη. Η σκόνη αυτή με στύψη χρησιμοποιείται για την παρασκευή διαλύματος, μέσα στο οποίο βάφονται τα μάλλινα.
Πηγές: εδώ κι
εδώ.