29 Φεβρουαρίου 2016

Μια φορά κι ένα πουλί.


     Πάει καιρός που ζούσε κλεισμένο στο μικρό κλουβί του. Ούτε που θυμόταν πόσο. Βάδιζε καθημερινά νευρικά πάνω στα φυλακισμένα του όνειρα και τραγουδούσε συχνά, μ΄ένα τιτίβισμα φοβισμένο, για την ελευθερία που τόσο λαχταρούσε. Ένιωθε το αεράκι να του χαϊδεύει συχνά τα φτερά και να το προκαλεί να ακολουθήσει στο ταξίδι του συντροφιά του, μα τα κάγκελα του χρυσού κλουβιού ήταν τόσο στενά να χωρέσουν το κορμάκι του και να του χαρίσουν το πολυπόθητο δώρο.

     Οι άνθρωποι το νόμιζαν ευτυχισμένο. Το γάργαρο, γι΄αυτούς, μελωδικό τραγούδι του ήταν σημάδι χαράς και ευτυχίας! Μα ποιο πουλί μπορεί να ζει φυλακισμένο και χαρούμενο, ακόμα κι αν το κλουβί του είναι από ατόφιο χρυσάφι? Ουρλιαχτό εφιαλτικό ήταν το τραγούδι του για όσα άγνωστα δεν είχε ακόμη ζήσει. Ένα κομμάτι ουρανού, ολόδικού του, ήταν η μοναδική του παρηγοριά στη μοναχική του ζωή. Και στην άκρη του Εκείνος. Ένας Ήλιος λαμπερός που του ζέσταινε την καρδιά και το είναι του. Αυτός ήταν όλος ο κόσμος του! Ω! Πόσο πολύ τον αγαπούσε και πόσο θα ΄θελε να πετάξει ελεύθερο κοντά του! 


     Μα να, που κάποτε τα όνειρα βγαίνουν αληθινά, όταν τα πιστεύεις πολύ! 

     Ένα πρωινό, κοντά στο γλυκοχάραμα, ξύπνησε με ένα γλυκό μούδιασμα στη μικρή του ψυχή. Είδε στον ύπνο του, λέει, πως η αγαπημένη του μανούλα - έτσι ακριβώς όπως αμυδρά τη θυμόταν - ήρθε και τον πήρε για το μεγάλο ταξίδι, εκείνο που μόνο στα όνειρά του ζούσε. Και πετούσε, πετούσε... πετούσε... Πετούσε με απίστευτα μεγάλη χαρά, ελεύθερο με τα πολύχρωμα φτερά του που έλαμπαν στον ήλιο και που μέχρι χθες δεν ήξερε καν σε τι του χρησίμευαν, παρά να ζεσταίνουν το κορμάκι του τις κρύες νύχτες του χειμώνα και να αντικαθιστούν την αγκαλιά της μάνας στην ατέλειωτη μοναξιά και στο φόβο του. Καθώς, όμως, ξύπνησε ολότελα, η θλιβερή πραγματικότητα το προσγείωσε απότομα, αντικρίζοντας τα κάγκελα γύρω του ακόμα μια φορά. 

     Μα, για στάσου... Τα μάτια του το γελούσαν? Έβαλε το κεφαλάκι του στις μικρές φτερούγες του και αφού τα έτριψε για λίγο, ξανακοίταξε. Το πορτάκι του κλουβιού του, που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει καν πως υπήρχε, ήταν αμαντάλωτο και ελάχιστα ανοιχτό. Πλησίασε με μικρά πηδηματάκια, με τα πόδια του τρεμάμενα προς το πορτάκι και δίχως δεύτερη σκέψη.... φρρρρρρριιιιιττττ! Σειρά είχε τώρα το ανοιχτό παράθυρο!



     Τα κατάφερε, επιτέλους! Πετάει... πετάει! Πετάειειειειειειε!!!!!!!!!!!!!!!! Μακρυά από τα κάγκελα της φυλακής του και για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να κελαηδάει με απερίγραπτη χαρά! Ανεβαίνει και κατεβαίνει διαρκώς, λίγο άτσαλα βέβαια γιατί ποτέ άλλοτε δεν θυμάται να είχε χρησιμοποιήσει τα φτερά του, μα πετάει ελεύθερο πια κι αυτό έχει σημασία!
     Στην αρχή, από το πολύ φως έβλεπε τον κόσμο μαύρο. Σιγά-σιγά, ανακάλυψε πόσο απέραντα μεγάλος και πόσα πολλά χρώματα είχε αυτός ο καινούριος κόσμος! Και ήχους! Και μυρωδιές! Κι αρώματα! Πλημμύρισε ολόκληρη η ύπαρξή του από του Θεού τα θαύματα! Και μέθυσε μέσα σ΄αυτά τα τραγούδια, τις γλυκές ευωδιές, τα νανουριστά κελαηδήματα, που κάποια θύμιζαν τη φωνή της μητέρας του. 

     Η μικρή του καρδιά χτυπούσε δυνατά σαν καμπάνα! Δεν άφησε λουλούδι που να μη σταθεί, γεμάτος αδήμονη χαρά, άγρια επιθυμία και λαχτάρα για όσα δεν ήξερε και ήθελε να γνωρίσει. Βάλθηκε να κυνηγάει άσπρες πεταλούδες ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων κι άλλα πουλιά - μαύρες σαϊτες στο φως του ήλιου, βυθίζοντας τα φτερά του στις πορτοκαλί ηλιαχτίδες. Και τότε το συνειδητοποίησε. Ο αγαπημένος του ήλιος κουνούσε το κεφάλι και γελούσε. Πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο μαγικό φως τ΄όνειρό του. "Τα κατάφερες, μικρέ μου!", σαν να του έγνεφε. "Τα κατάφερες!".

     Και ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, λουσμένος στο φως. Τόσο φωτεινός! Θαρρούσε, πως τόσο μαγευτικός και φωτεινός δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ άλλοτε... Ένα χρυσαφί χρώμα μέσα του κι ολόγυρά του, απ΄άκρη σ΄άκρη! 

                          
       Γιατί, ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.


      (Συμμετοχή στο δρώμενο Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι, της πριγκηπέσσας @iris).

24 Φεβρουαρίου 2016

Μια εικόνα, 25 λέξεις.


     Μια εικόνα, μια προτροπή. Λίγα λόγια σε μερικές αράδες, ένα μικρό ταξίδεμα του μυαλού... Αυτό είναι οι 25 λέξεις, που φιλοξενούνται στο Κείμενο της Μαρίας Νικολάου και η συμμετοχή μου ακολουθεί. Σας θερμοευχαριστώ για το χρόνο που αφιερώσατε να το διαβάσετε, αλλά και να το ψηφίσετε.


                                                           Μη με ρωτάς,
                                 σε άδειους τοίχους, κλειστά παράθυρα, ανάσες, ψίθυρους,
                                        πώς όνειρα ανταμώθηκαν κάποτε κι άνθισαν,
                                              μα - πλέον - σιώπησαν για πάντα...


     Πολλά συγχαρητήρια σε όλους τους συμμετέχοντες και ακόμα περισσότερα στην Άννα για τη διάκρισή της, αλλά και στη Μαρία για την άψογη - ακόμη μία φορά - φιλοξενία της!