Ήταν όμορφη. Αστραφτερή. Κανένας ήλιος δεν παραβγαίνει στη λάμψη των ματιών ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Νόμιζε πως, όταν αγαπάς απλώς παραδίνεσαι άνευ όρων... Γίνεσαι σκλάβος. Δεν είχε ιδέα πως η προσφορά, όσο πολύτιμη κι αν είναι, όταν την πετάς χύμα στη μούρη του άλλου, χάνει εντελώς την αξία της. Πως η αγάπη, για να επιτελέσει το σκοπό της, πρέπει να προσφέρεται σε συσκευασία δώρου.
Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ΄όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.
Να κουβαλάς αδειανή, μια βαριά, επίχρυση, σκαλιστή κορνίζα στην ψυχή σου, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Και να μην μπορείς να την πετάξεις. Να τη σπάσεις. Να την παρακάμψεις, έστω. Στοιχειώνει εκεί, φάτσα-κάρτα, για να σε κάνει ν΄αναλογίζεσαι πόσο χρόνο έχασες να μην ξεσκονίζεις, πόσα χρώματα ξόδεψες για να ζωγραφίσεις κάποτε το περιεχόμενό της.
Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων. Αυτοί που σέρνονται με τα τέσσερα πίσω από τη μοίρα τους, αυτοί που την πιάνουν από τα κέρατα και την αλλάζουν κι αυτοί που...απλώς την ακολουθούν, φυτεύοντας, όμως, σε κάθε σωρό σκατά που συναντούν κι από μία τουλίπα...
Αν έχεις μπροστά σου έναν τοίχο το πιο ανόητο είναι να παίρνεις φόρα και να κουτουλάς. Κάθησε κάτω, βολέψου κι άρχισε να προβάλλεις σ΄αυτόν τον τοίχο τα τοπία της δικής σου ψυχής. Έτσι κι αλλιώς, στην ουσία όλοι είμαστε μόνοι. Μπορεί ν΄ανήκουμε στην αγέλη, αλλά καθένας κοιτάζει το δικό του αστέρι. Πρέπει κάτι να κάνεις, για να καλοδέχεσαι την ζωή. Να της δίνεις το στίγμα σου.
Όταν έπεσα κάποτε στα "βαθιά νερά", χωρίς να ξέρω κολύμπι, ο λόγος που δεν πνίγηκα ήταν γιατί ξεδίπλωσα από μέσα μου, σαν σωσίβιο, τα όνειρά μου. Κάρφωνα το βλέμμα μου στην απέναντι στεριά και χαιρετούσα. "Θα φτάσω ως εκεί", έλεγα. " Έχω πολλά να κάμω εκεί...". Ο καλός ο παίχτης, αγάπη μου, παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού.
Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας... Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει... Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε... Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή... Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε την ζωή μας...ένα ανάχωμα, έστω. Μια ξερολιθιά...
Αν δεν χαμογελούσαμε, μ΄εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο, σ΄αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ΄ένα σουγιά... Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που μας προστάτευε και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες....
Η αγάπη πρέπει να φτάνει στον άλλο όχι σαν κραυγή απελπισίας. Απλά και αθόρυβα πρέπει να φτάνει. Σαν τους κύκλους του νερού, όταν πετάξεις ένα βότσαλο. Ο έρωτας κατεβαίνει πάντα σαν ορμητικός καταρράκτης. Ποιός τον σταμάτησε ποτέ? Το υποπτεύεσαι, αλλά σε τραβά ο μαγνήτης της καταστροφής. Εκεί, σ΄αυτή τη φάση, χρειάζεσαι κάποιον να σου ψιθυρίσει μια μαγική φρασούλα: "Θα είμαι εδώ, μην το ξεχνάς!". Αλίμονο σ΄εκείνους που κλείνουν τις χαραμάδες της ψυχής τους να μη βγει έξω ο καπνός.

(επιτοίχια κλειδοθήκη 3 θέσεων - 10x15cm - με την τεχνική string art)
Και λοιπόν? Εγώ αισθάνομαι ευτυχής που περίμενα και περιμένω ταπεινά στην ουρά να λάβω το συσσίτιο του Θεού. Αρκετό το βρίσκω. Και λέω και μια καλημέρα στους συνανθρώπους μου που περιμένουν κι αυτοί με το κατσαρολάκι τους... Αχ και να ερχόταν μια μέρα ν΄αράξω σ΄αυτό το λιμανάκι και ν΄ανάψω το τσιγάρο μου, ήρεμη κι ελεύθερη από τους φόβους και τους εφιάλτες μου! Ν΄ανοίξω όλες τις χαραμάδες της ψυχής μου και να πλημμυρίσει μέσα μου όλη η ομορφιά του κόσμου....
Μα πως? Αφού τραβάω συνεχώς κουπί σε μια βάρκα που είναι έτοιμη να μπατάρει από τις αποσκευές των άλλων.
Αν ήταν όλα...αλλιώς, είπες? Χα! Κι εμείς, τότε, ποιοι θα ήμασταν? Οι άλλοι?
Αλκυόνη Παπαδάκη