25 Απριλίου 2016

Μεγάλη Εβδομάδα.


Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.


Μ. ΤΡΙΤΗ
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.


Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ 
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. 
Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις 
καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.


Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.


Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.



Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς


Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β 
Αντίς για Όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το "δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν".

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
- της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.


            (Από την ποιητική συλλογή "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" - Οδυσσέας Ελύτης).

     Καλή κι ευλογημένη Μεγαλοβδομάδα να έχουμε αγαπημένοι μου, με αγάπη, ταπεινότητα και κάθαρση ψυχής!

28 Μαρτίου 2016

Hood.


     Στα Αγγλικά ονομάζεται "hood", ή "cowl", που σημαίνει κουκούλα. Στα ελληνικά, θα το συναντήσεις ως "σκουφοκασκόλ", ή "λαιμός με κουκούλα". Είναι το ίδιο ζεστός, χαριτωμένος και χουχουλιάρικος τόσο ως παιδικός, όσο και για έναν ενήλικα.

     Όταν ο σκούφος πέφτει στους ώμους, το υπόλοιπο πλεκτό μένει ως ένα άνετο και χαλαρό κασκόλ γύρω από το λαιμό. Το σκουφοκασκόλ που ακολουθεί είναι το πρώτο μου και δόθηκε ως δώρο σε μια πολύ αγαπητή μου φίλη. Έχει αυτάκια, που έχουν ραφτεί στα πλαϊνά της κουκούλας και έχει επενδυθεί εσωτερικά με fleece για περισσότερη ζεστασιά και απαλότητα.

 

 

                                     Καλή εβδομάδα με πολλά χαμόγελα για όλους!

24 Μαρτίου 2016

Ακροβάτης - 25 λέξεις # 6


     Μια υπέροχη φωτογραφία, όσο και ιδιαίτερη. Ωστόσο, δύσκολη και αρκετά δυσνόητη, μάλλον με μπέρδεψε αρχικά. Εικόνα προτροπή να ξεκλειδώσουμε ό,τι αισθανόμαστε. Με λίγα λόγια, σε λίγες αράδες. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ακολουθεί και είναι η δική μου συμμετοχή στις 25 λέξεις #6.

      Οι στίχοι μέσα στην παρένθεση είναι αυτοί που δεν συμπεριέλαβα στη συμμετοχή μου...


                                         Είμαι ένας ονειροπαρμένος ακροβάτης.
                                         Πάνω σε σύρματα ισορροπώ τις ελπίδες μου,
                                         της μοίρας το γραφτό.
                                         (Σε γλώσσα συνθηματική
                                         τον άγριο χτύπο της καρδιά μου.)
                                         Πέτρινος τοίχος γύρω μου, μα εγώ θα δραπετεύσω!
                                         Μέσα μας συντελείται η γένεση...

                                       

     Μια συγκλονιστική συλλογή με 24 ολιγόλεκτα σε περιμένουν να τ΄απολαύσεις, στο φιλόξενο blog της Μαρίας. Πολλά συγχαρητήρια στη Μαριλένα μας! Μπράβο σε όλες τις συμμετοχές!

13 Μαρτίου 2016

Μάσκες.


     Με ρωτάς πως γίνηκα τρελός.

Να το πως: Μια μέρα, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί, ξύπνησα από βαθύ έναν ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλεφτεί - κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και που είχα φθείρει μες σ' εφτά ζωές. Τότες έτρεξ΄ αμασκοφόρετος μέσ' από τους ανθρωπόβρυθους δρόμους κραυγάζοντας: "Κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες".

     Άντρες, γυναίκες, με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους, σκιαγμένοι από μένα.


 

     Κι όταν έφτασα στην αγορά, ένας νιος σκαρφαλωμένος σε μια στέγη φώναξε: "Είναι τρελός!".
Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρίσω· ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο κι η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον Ήλιο και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.

     Και σάμπως μέσα σ' έκσταση φώναξα:.. "Ευλογημένοι , ευλογημένοι, οι κλέφτες που 'κλεψαv τις μάσκες μου".


 

     Έτσι γίνηκα τρελός. Και βρήκα και τα δυο τους: λευτεριά και σιγουριά, μέσα στην τρέλα μου. Τη λευτεριά της μοναξιάς, τη σιγουριά της ακαταληψίας, γιατί όποιοι μας καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας.

     Μα, ας μην είμαι και τόσο υπερφίαλος για τη σιγουριά μου. Ακόμα κι ένας κλέφτης φυλακισμένος, είναι ασφαλισμένος από έναν άλλο κλέφτη.


                                            Kahlil Gibran: Ο ΤΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του.

 

                                              Για να`μαι ευχάριστος σε όλους
                                              κι ακόμα και στον εαυτό μου,
                                              έκρυψα πάντοτε με μάσκες
                                              που αρέσουνε το πρόσωπό μου·

                                              κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
                                              που τώρα πια να μην μπορώ


                                              τ’ αληθινό το πρόσωπό μου
                                              να πω ποιο είναι μήτ΄ εγώ!

                                              Έτσι, ο θάνατος σα θα`ρθει,
                                              δε θα `ναι η στέρηση μεγάλη·
                                              θ’ αφήσω μιαν ανυπαρξία
                                              για να περάσω σε μιαν άλλη.

                                                                                          Κώστας Ουράνης - "Μάσκες".

29 Φεβρουαρίου 2016

Μια φορά κι ένα πουλί.


     Πάει καιρός που ζούσε κλεισμένο στο μικρό κλουβί του. Ούτε που θυμόταν πόσο. Βάδιζε καθημερινά νευρικά πάνω στα φυλακισμένα του όνειρα και τραγουδούσε συχνά, μ΄ένα τιτίβισμα φοβισμένο, για την ελευθερία που τόσο λαχταρούσε. Ένιωθε το αεράκι να του χαϊδεύει συχνά τα φτερά και να το προκαλεί να ακολουθήσει στο ταξίδι του συντροφιά του, μα τα κάγκελα του χρυσού κλουβιού ήταν τόσο στενά να χωρέσουν το κορμάκι του και να του χαρίσουν το πολυπόθητο δώρο.

     Οι άνθρωποι το νόμιζαν ευτυχισμένο. Το γάργαρο, γι΄αυτούς, μελωδικό τραγούδι του ήταν σημάδι χαράς και ευτυχίας! Μα ποιο πουλί μπορεί να ζει φυλακισμένο και χαρούμενο, ακόμα κι αν το κλουβί του είναι από ατόφιο χρυσάφι? Ουρλιαχτό εφιαλτικό ήταν το τραγούδι του για όσα άγνωστα δεν είχε ακόμη ζήσει. Ένα κομμάτι ουρανού, ολόδικού του, ήταν η μοναδική του παρηγοριά στη μοναχική του ζωή. Και στην άκρη του Εκείνος. Ένας Ήλιος λαμπερός που του ζέσταινε την καρδιά και το είναι του. Αυτός ήταν όλος ο κόσμος του! Ω! Πόσο πολύ τον αγαπούσε και πόσο θα ΄θελε να πετάξει ελεύθερο κοντά του! 


     Μα να, που κάποτε τα όνειρα βγαίνουν αληθινά, όταν τα πιστεύεις πολύ! 

     Ένα πρωινό, κοντά στο γλυκοχάραμα, ξύπνησε με ένα γλυκό μούδιασμα στη μικρή του ψυχή. Είδε στον ύπνο του, λέει, πως η αγαπημένη του μανούλα - έτσι ακριβώς όπως αμυδρά τη θυμόταν - ήρθε και τον πήρε για το μεγάλο ταξίδι, εκείνο που μόνο στα όνειρά του ζούσε. Και πετούσε, πετούσε... πετούσε... Πετούσε με απίστευτα μεγάλη χαρά, ελεύθερο με τα πολύχρωμα φτερά του που έλαμπαν στον ήλιο και που μέχρι χθες δεν ήξερε καν σε τι του χρησίμευαν, παρά να ζεσταίνουν το κορμάκι του τις κρύες νύχτες του χειμώνα και να αντικαθιστούν την αγκαλιά της μάνας στην ατέλειωτη μοναξιά και στο φόβο του. Καθώς, όμως, ξύπνησε ολότελα, η θλιβερή πραγματικότητα το προσγείωσε απότομα, αντικρίζοντας τα κάγκελα γύρω του ακόμα μια φορά. 

     Μα, για στάσου... Τα μάτια του το γελούσαν? Έβαλε το κεφαλάκι του στις μικρές φτερούγες του και αφού τα έτριψε για λίγο, ξανακοίταξε. Το πορτάκι του κλουβιού του, που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει καν πως υπήρχε, ήταν αμαντάλωτο και ελάχιστα ανοιχτό. Πλησίασε με μικρά πηδηματάκια, με τα πόδια του τρεμάμενα προς το πορτάκι και δίχως δεύτερη σκέψη.... φρρρρρρριιιιιττττ! Σειρά είχε τώρα το ανοιχτό παράθυρο!



     Τα κατάφερε, επιτέλους! Πετάει... πετάει! Πετάειειειειειειε!!!!!!!!!!!!!!!! Μακρυά από τα κάγκελα της φυλακής του και για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να κελαηδάει με απερίγραπτη χαρά! Ανεβαίνει και κατεβαίνει διαρκώς, λίγο άτσαλα βέβαια γιατί ποτέ άλλοτε δεν θυμάται να είχε χρησιμοποιήσει τα φτερά του, μα πετάει ελεύθερο πια κι αυτό έχει σημασία!
     Στην αρχή, από το πολύ φως έβλεπε τον κόσμο μαύρο. Σιγά-σιγά, ανακάλυψε πόσο απέραντα μεγάλος και πόσα πολλά χρώματα είχε αυτός ο καινούριος κόσμος! Και ήχους! Και μυρωδιές! Κι αρώματα! Πλημμύρισε ολόκληρη η ύπαρξή του από του Θεού τα θαύματα! Και μέθυσε μέσα σ΄αυτά τα τραγούδια, τις γλυκές ευωδιές, τα νανουριστά κελαηδήματα, που κάποια θύμιζαν τη φωνή της μητέρας του. 

     Η μικρή του καρδιά χτυπούσε δυνατά σαν καμπάνα! Δεν άφησε λουλούδι που να μη σταθεί, γεμάτος αδήμονη χαρά, άγρια επιθυμία και λαχτάρα για όσα δεν ήξερε και ήθελε να γνωρίσει. Βάλθηκε να κυνηγάει άσπρες πεταλούδες ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων κι άλλα πουλιά - μαύρες σαϊτες στο φως του ήλιου, βυθίζοντας τα φτερά του στις πορτοκαλί ηλιαχτίδες. Και τότε το συνειδητοποίησε. Ο αγαπημένος του ήλιος κουνούσε το κεφάλι και γελούσε. Πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο μαγικό φως τ΄όνειρό του. "Τα κατάφερες, μικρέ μου!", σαν να του έγνεφε. "Τα κατάφερες!".

     Και ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, λουσμένος στο φως. Τόσο φωτεινός! Θαρρούσε, πως τόσο μαγευτικός και φωτεινός δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ άλλοτε... Ένα χρυσαφί χρώμα μέσα του κι ολόγυρά του, απ΄άκρη σ΄άκρη! 

                          
       Γιατί, ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.


      (Συμμετοχή στο δρώμενο Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι, της πριγκηπέσσας @iris).