11 Ιανουαρίου 2013

Αν ήταν όλα αλλιώς...

      
      Ήταν όμορφη. Αστραφτερή. Κανένας ήλιος δεν παραβγαίνει στη λάμψη των ματιών ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Νόμιζε πως, όταν αγαπάς απλώς παραδίνεσαι άνευ όρων... Γίνεσαι σκλάβος. Δεν είχε ιδέα πως η προσφορά, όσο πολύτιμη κι αν είναι, όταν την πετάς χύμα στη μούρη του άλλου, χάνει εντελώς την αξία της. Πως η αγάπη, για να επιτελέσει το σκοπό της, πρέπει να προσφέρεται σε συσκευασία δώρου. 

 

Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ΄όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.

      Να κουβαλάς αδειανή, μια βαριά, επίχρυση, σκαλιστή κορνίζα στην ψυχή σου, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Και να μην μπορείς να την πετάξεις. Να τη σπάσεις. Να την παρακάμψεις, έστω. Στοιχειώνει εκεί, φάτσα-κάρτα, για να σε κάνει ν΄αναλογίζεσαι πόσο χρόνο έχασες να μην ξεσκονίζεις, πόσα χρώματα ξόδεψες για να ζωγραφίσεις κάποτε το περιεχόμενό της.

      Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων. Αυτοί που σέρνονται με τα τέσσερα πίσω από τη μοίρα τους, αυτοί που την πιάνουν από τα κέρατα και την αλλάζουν κι αυτοί που...απλώς την ακολουθούν, φυτεύοντας, όμως, σε κάθε σωρό σκατά που συναντούν κι από μία τουλίπα...

      Αν έχεις μπροστά σου έναν τοίχο το πιο ανόητο είναι να παίρνεις φόρα και να κουτουλάς. Κάθησε κάτω, βολέψου κι άρχισε να προβάλλεις σ΄αυτόν τον τοίχο τα τοπία της δικής σου ψυχής. Έτσι κι αλλιώς, στην ουσία όλοι είμαστε μόνοι. Μπορεί ν΄ανήκουμε στην αγέλη, αλλά καθένας κοιτάζει το δικό του αστέρι. Πρέπει κάτι να κάνεις, για να καλοδέχεσαι την ζωή. Να της δίνεις το στίγμα σου.


      Όταν έπεσα κάποτε στα "βαθιά νερά", χωρίς να ξέρω κολύμπι, ο λόγος που δεν πνίγηκα ήταν γιατί ξεδίπλωσα από μέσα μου, σαν σωσίβιο, τα όνειρά μου. Κάρφωνα το βλέμμα μου στην απέναντι στεριά και χαιρετούσα. "Θα φτάσω ως εκεί", έλεγα. " Έχω πολλά να κάμω εκεί...". Ο καλός ο παίχτης, αγάπη μου, παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού.


      Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας... Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει... Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε... Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή... Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε την ζωή μας...ένα ανάχωμα, έστω. Μια ξερολιθιά... 

Αν δεν χαμογελούσαμε, μ΄εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο, σ΄αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ΄ένα σουγιά... Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που μας προστάτευε και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες....

      Η αγάπη πρέπει να φτάνει στον άλλο όχι σαν κραυγή απελπισίας. Απλά και αθόρυβα πρέπει να φτάνει. Σαν τους κύκλους του νερού, όταν πετάξεις ένα βότσαλο. Ο έρωτας κατεβαίνει πάντα σαν ορμητικός καταρράκτης. Ποιός τον σταμάτησε ποτέ? Το υποπτεύεσαι, αλλά σε τραβά ο μαγνήτης της καταστροφής. Εκεί, σ΄αυτή τη φάση, χρειάζεσαι κάποιον να σου ψιθυρίσει μια μαγική φρασούλα: "Θα είμαι εδώ, μην το ξεχνάς!". Αλίμονο σ΄εκείνους που κλείνουν τις χαραμάδες της ψυχής τους να μη βγει έξω ο καπνός.


     

                  (επιτοίχια κλειδοθήκη 3 θέσεων - 10x15cm - με την τεχνική string art)

      Ποιός είναι ο εαυτός μου... Ένας κλόουν είμαι. Ένας κλόουν που κάνει το νούμερο στην ζωή. Μπορείς να εμπιστευθείς έναν κλόουν? Όλοι μας κάνουμε λάθη. Και πιο πολλά λάθη κάνουν οι έξυπνοι άνθρωποι. Οι ύπουλοι και οι πονηροί τα καταφέρνουν καλύτερα. Ίσως, γιατί δεν έχουν την ικανότητα να ψάχνουν πιο πέρα από την κόκκινη γραμμή. Αυτό μόνο ξέρουν να κάνουν. Κρύβονται σαν νυφίτσες και καραδοκούν. Κάποια στιγμή, ανέμελο κι ανυποψίαστο θα περάσει από μπροστά τους το θύμα τους. 

      Και λοιπόν? Εγώ αισθάνομαι ευτυχής που περίμενα και περιμένω ταπεινά στην ουρά να λάβω το συσσίτιο του Θεού. Αρκετό το βρίσκω. Και λέω και μια καλημέρα στους συνανθρώπους μου που περιμένουν κι αυτοί με το κατσαρολάκι τους... Αχ και να ερχόταν μια μέρα ν΄αράξω σ΄αυτό το λιμανάκι και ν΄ανάψω το τσιγάρο μου, ήρεμη κι ελεύθερη από τους φόβους και τους εφιάλτες μου! Ν΄ανοίξω όλες τις χαραμάδες της ψυχής μου και να πλημμυρίσει μέσα μου όλη η ομορφιά του κόσμου.... 


      Μα πως? Αφού τραβάω συνεχώς κουπί σε μια βάρκα που είναι έτοιμη να μπατάρει από τις αποσκευές των άλλων. Και γιατί δεν πετάς τις αποσκευές? Πως να πετάξω πράγματά που μου εμπιστεύτηκαν οι άλλοι... Και αυτοί οι άλλοι δεν είναι περαστικοί. Είναι οι κάβοι που εγώ διάλεξα να δένω τη βάρκα μου, στη φούρια μου πάντα να μη με παρασύρουν τα άγρια κύματα.


      Αν ήταν όλα...αλλιώς, είπες? Χα! Κι εμείς, τότε, ποιοι θα ήμασταν? Οι άλλοι?
      
                                                                                                    Αλκυόνη Παπαδάκη

1 Ιανουαρίου 2013

Με μια ελπίδα...

                           
                     
                                   

                                                        Καλή Χρονιά!

                                       Όλο και πιο ψηλά.... Συνταξιδιώτες του ονείρου.

Ας επιτρέψουμε στις μέσα μας φλόγες να γίνουν δημιουργική φωτιά... ν΄απλωθούν... να διώξουν τα σκοτάδια.            
                                             "Να λες: ουρανός κι ας μην είναι"!

30 Δεκεμβρίου 2012

Τα τρία δέντρα.

   
     Κάποτε, στην κορυφή ενός λόφου, στέκονταν τρία μικρά δέντρα και ονειρεύονταν τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν....

Το πρώτο κοίταξε ψηλά τ΄αστέρια και είπε: "Θέλω να φυλάω ένα θησαυρό! Θέλω να είμαι καλυμμένο με χρυσάφι και γεμάτο πολύτιμους λίθους! Θα είμαι το πιο όμορφο θησαυροφυλάκιο στον κόσμο!"


Το δεύτερο κοίταξε μακρυά ένα μικρό ποταμάκι, που αργοκυλούσε στο δρόμο του για τη θάλασσα. "Εγώ θέλω να ταξιδεύω στις μεγάλες θάλασσες και να μεταφέρω δυνατούς βασιλιάδες! Θα είμαι το πιο δυνατό καράβι στον κόσμο!"

 

Το τρίτο δέντρο κοίταξε χαμηλά στην κοιλάδα από κάτω, όπου δραστήριοι άντρες και γυναίκες δούλευαν σε μια πόλη γεμάτη ζωντάνια. "Εγώ δεν θέλω ν΄αφήσω την κορφή του βουνού! Θέλω να γίνω τόσο ψηλό, που όταν σταματούν οι άνθρωποι για να με κοιτάξουν, θα σηκώνουν τα μάτια τους στον ουρανό και θα σκέφτονται το Θεό! Θα είμαι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο!"


      Τα χρόνια πέρασαν. Ήρθε η βροχή, βγήκε ο ήλιος και τα μικρά δέντρα ψήλωσαν. Μια μέρα, τρεις ξυλοκόποι ανέβηκαν στο βουνό. Ο πρώτος κοίταξε το πρώτο δέντρο κι είπε: "Αυτό το δέντρο είναι όμορφο. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω!"....και με μια κίνηση του αστραφτερού τσεκουριού του το δέντρο έπεσε.
"Τώρα θα με κάνουν ένα όμορφο μπαούλο και θα φυλάω θαυμάσιους θησαυρούς!", είπε το πρώτο δέντρο....

  

      Ο δεύτερος ξυλοκόπος κοίταξε το δεύτερο δέντρο και είπε: "Αυτό το δέντρο είναι δυνατό! Είναι ακριβώς αυτό που θέλω!"...και με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε το δεύτερο δέντρο.
"Τώρα θα ταξιδέψω τις μεγάλες θάλασσες!", σκέφτηκε εκείνο. "Θα γίνω δυνατό καράβι για δυνατούς βασιλιάδες!".

   
      
 

      Το τρίτο δέντρο απογοητεύτηκε όταν ο τελευταίος ξυλοκόπος κοίταξε κατά το μέρος του. Στεκόταν ευθύ και ψηλό και σημάδευε γενναία τον ουρανό. Ο ξυλοκόπος κοίταξε ψηλά και μουρμούρισε: "Οποιοδήποτε δέντρο μου κάνει...". Με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε και το τρίτο δέντρο....

     

      Το πρώτο δέντρο χάρηκε όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στον ξυλουργό. Αλλά εκείνος το έκανε παχνί για τα ζώα. Το άλλοτε όμορφο δέντρο δεν καλύφθηκε με χρυσό, ούτε με θησαυρό. Το επένδυσαν με πριονίδια και το γέμισαν σανό, για να τρώνε τα πεινασμένα ζώα μέσα σ΄ένα στάβλο.... Το δεύτερο δέντρο χαμογέλασε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στο ναυπηγείο, όμως κανένα δυνατό καράβι δεν φτιάχτηκε εκείνη τη μέρα. Αντί γι΄αυτό, το άλλο δυνατό δέντρο με το σφυρί και το πριόνι έγινε μια βάρκα για ψάρεμα. Παρά ήταν μικρή και αδύναμη για να περάσει τους ωκεανούς, ή ακόμα κι ένα ποτάμι.... Το τρίτο δέντρο μπερδεύτηκε, όταν ο ξυλοκόπος το έκοψε σε δυνατά δοκάρια και το άφησε στο ξυλουργείο. "Τι έγινε?", αναρωτήθηκε το ψηλό αυτό δέντρο. "Αυτό που ήθελα πάντα, ήταν να στέκομαι στην κορυφή του βουνού και να δείχνω το Θεό"....

      Πολλές μέρες και νύχτες πέρασαν. Τα τρία δέντρα σχεδόν ξέχασαν τα όνειρά τους. Αλλά μια νύχτα, χρυσό φεγγαρόφως ξεχύθηκε πάνω στο πρώτο δέντρο, καθώς μια νεαρή γυναίκα εναπόθεσε το νεογέννητο μωρό της μέσα στη φάτνη. "Μακάρι να μπορούσα να του φτιάξω μια κούνια", ψιθύρισε ο άντρας Της. Η μητέρα έσφιξε το χέρι του και χαμογέλασε, καθώς το φεγγαρόφωτο έλαμψε πάνω στο λείο και στιβαρό ξύλο. "Αυτή η φάτνη είναι όμορφη!", είπε. Και ξαφνικά, το πρώτο δέντρο κατάλαβε, ότι κρατούσε το μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου....

      Ένα βράδυ, ένας κουρασμένος ταξιδιώτης και οι φίλοι του μπήκαν σε μια παλιά ψαρόβαρκα. Ο ταξιδιώτης αποκοιμήθηκε, καθώς το δεύτερο δέντρο άνοιξε ήσυχα τα πανιά του μέσα στη λίμνη. Γρήγορα, σηκώθηκε σφοδρή καταιγίδα γεμάτη κεραυνούς. Το μικρό δέντρο λύγισε από το φόβο! Ήξερε, ότι δεν είχε τη δύναμη να μεταφέρει τόσους πολλούς επιβάτες με ασφάλεια, μες τον αέρα και τη βροχή. Ο κουρασμένος άντρας ξύπνησε. Σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι Του και είπε: "Ησύχασε...!". Η καταιγίδα σταμάτησε όσο γρήγορα είχε ξεκινήσει. Και ξαφνικά, το δεύτερο δέντρο κατάλαβε ότι μετέφερε το βασιλιά του ουρανού και της γης...

      Μια Παρασκευή πρωί, το τρίτο δέντρο ξαφνιάστηκε, όταν τράβηξαν το δοκάρι του από τον ξεχασμένο σωρό με τα ξύλα! Δείλιασε, καθώς το μετέφεραν μέσα από τους χλευασμούς του αγριεμένου πλήθους. Τρόμαξε, όταν οι στρατιώτες κάρφωσαν τα χέρια ενός άντρα πάνω του. Ένιωσε άσχημο, τραχύ και σκληρόκαρδο. Αλλά την Κυριακή το πρωί, όταν ανέτειλε ο ήλιος και η γη κάτω από τα πόδια του άρχισε να τρέμει με χαρά, το τρίτο δέντρο ήξερε ότι η αγάπη του Θεού είχα αλλάξει τα πάντα. Είχε κάνει το τρίτο δέντρο δυνατό! Και κάθε φορά που οι άνθρωποι σκέφτονταν το τρίτο δέντρο, σκέφτονταν το Θεό. Αυτό ήταν καλύτερο, από το να είναι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο....

      Γι΄αυτό, την επόμενη φορά που θα στεναχωρηθείτε επειδή δεν γίνετε αυτό που θέλετε, απλά αναλογιστείτε πως κάποιος, κάπου αλλού, ίσως σκέφτεται κάτι καλύτερο να σας δώσει....

     Υ.Γ. Το συρμάτινο δεντράκι-γούρι είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στο Χριστουγεννιάτικο πανηγύρι του stars and icicles. Όσο για τα δύο ημερολόγια  τοίχου, θα πάρουν μέρος στη συλλογή ημερολογίων που διοργάνωσε το Δελφινάκι μας.

23 Δεκεμβρίου 2012

Αγγελένια.




                                 Ποιος είπε, πως οι άγγελοι στη γη δεν κατεβαίνουν?


                                    Ποιος είπε, πως στον ουρανό μονάχα ότι πετούν?


      Αυτή είναι η Αγγελένια μου, μια πάνινη κουκλίτσα-άγγελος, που ετοιμάστηκε για το stars and icicles και το Χριστουγεννιάτικο πανηγύρι του. Marilise, όλη δική σου!

      Κι αν δεν έχετε ετοιμάσει ακόμα το γράμμα σας προς τον Άγιο Βασίλη...βιαστείτε, μιας και οι μέρες που απομένουν για τον ερχομό του είναι ελάχιστες! Μετά από ένα σύντομο διαδικτυακό ψάξιμο, να και μερικά σχέδια για τα φύλλα της αλληλογραφίας σας:

       

     

      

                                  Τεράστια αγκαλιά και γιορτινό φιλί σε όλους σας....

20 Δεκεμβρίου 2012

Ένα δέντρο μια φορά.


Το δέντρο
      Σ΄ ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν, κάποτε, ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει απὸ καιρὸ κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό. Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτὲ στα φύλλα του πουλιά. Με δυσκολία να το άγγιζε -που και που- κάποια πονετικὴ ηλιαχτίδα, που γλιστρούσε στα κρυφὰ ανάμεσα στις μουντὲς καὶ άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.


      Οι περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς να του δίνουν καθόλου σημασία. Μερικοὶ, μάλιστα, πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια απὸ κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε απὸ κάτι μηχανικοὺς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστὰ μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θὰ πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε? Θα το πελέκιζαν, θὰ το ξερίζωναν? Θα το πετούσαν, μήπως, στα σκουπίδια?

      Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινὸ το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του, διέκρινε ανάμεσα απὸ τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τα στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινὲς γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ! Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό! Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρὴ ενὸς σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί
      Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειὲς του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενὸς κρύου πλυσταριού, στην αυλὴ ενὸς εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιὰ μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρὴ ενὸς αληθινού σπιτιού.


      Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετὰ τὶς γιορτὲς θα κατεδάφιζαν το μίζερο κτίριο με το πλυσταριὸ και δεν θα είχε που να μείνει. Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ᾿ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερὰ σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστὰ αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερὰ και ζήλευε! Ζήλευε πολύ! Πόσο θα ΄θελε να στόλιζε κι αυτὸ ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικὲς ολόγυρά του...!


      Πως το ΄φερε η τύχη έτσι, εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί....

Η συνάντηση
      Εκείνο το δειλινὸ, το παιδὶ γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικὰ όλα εκείνα τα λαχταριστά.... Σε μια βιτρίνα λόφοι απὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα μὲ σοκολατάκια. Σε μια άλλη, ζαχαρένιοι Άγιο-Βασίληδες με μύτες απὸ κερασάκια και μία παραμυθένια πριγκίπισσα απὸ πορσελάνη να κοιτάζει απὸ το αψιδωτὸ παράθυρο ενὸς φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα μ΄ έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολὲς καβάλα σε άλογα πιτσιλωτὰ νὰ καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρὰ και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μία χιονισμένη στέπα.

      Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ΄ έναν περαστικὸ με καμηλὸ παλτὸ και γκρενὰ κασκὸλ ποὺ γύριζε στὸ σπίτι του, φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε απὸ τα χέρια του και σκόρπισαν στο δρόμο εδώ κι εκεί. Το παιδὶ έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μία σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ΄βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά!
      Το αλητάκι σηκώθηκε, το ΄βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας σ΄ ένα σοκάκι με μία υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα-δυο στενὰ και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα.... Απὸ τα φωτισμένα παράθυρα τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινὰ σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.....

-"Όμορφα δεν είναι?", ακούει τότε μια φωνή. Ήταν το δέντρο του δρόμου....


- "Πολύ!", αποκρίθηκε το παιδί, χωρὶς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε. Του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρὶς να το σπρώχνει, χωρὶς να το κατσαδιάζει, χωρὶς να το αποπαίρνει.
- "Στόλισέ με!", ψιθύρισε τὸ δέντρο. "Στόλισέ με κι εμένα έτσι!".
- "Μακάρι να μπορούσα!", πικρογέλασε το παιδί.
- "Προσπάθησε, σε παρακαλώ! Ίσως αυτά, ξέρεις, να ΄ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μη δω άλλα!"
- "Γιατί το λες αυτό?"
- "Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο... Πελέκι ή ξεριζωμὸς μὲ περιμένει, ένα απὸ τα δυό... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα!"....

      Το παιδὶ σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ΄χε ούτε ΄κείνο που να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο, ίσως?
- "Στόλισέ με!",  παρακάλεσε άλλη μια φορὰ το δέντρο. Το παιδὶ κοίταξε ολόγυρά του.
- "Με τι?",  απόρησε.
- "Ό,τι νά ΄ναι... κάτι θὰ βρεις εσύ!! Δεν μπορεί."
- "Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...", συμφώνησε το παιδὶ κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια
      Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε o ουρανός, έπιασε να χιονίζει. Το χιόνι έπεφτε πυκνό...χάδι απαλὸ, σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου. Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι ν΄ αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα -που είχαν περάσει απὸ το δρόμο λίγο νωρίτερα- είχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα απὸ τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μία μετὰ τὴν άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα-ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του κι έπλασε αστραφτερὲς πράσινες, μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες. Μετὰ, ξήλωσε τα κουμπιὰ του φθαρμένου παλτού του και με τις κλωστὲς κρέμασε τις φανταχτερὲς μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιὰ του δέντρου.


- "Ευχαριστώ!", είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ΄ τη χαρά του.
- "Με τι άλλο, άραγε, να το στολίσω?", μονολόγησε το παιδί.

      Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρὰ -τρεις δρόμους παρακάτω- άδειασε με φόρα απ΄ το παράθυρο μιας κουζίνας, μία λεκάνη με σαπουνάδα σε μία πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο απὸ σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε, παιχνιδίζοντας μαζί τους. Το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο. Τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιὰ του δέντρου!

- "Όσο πάω κι ομορφαίνω!", καμάρωσε το δέντρο.
- "Σίγουρα ομορφαίνεις!", συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτὸ, γιατὶ έκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...!
- "Κοίτα! Έρχονται!". Ένα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι....
- "Ελάτε!", τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

      Και οι πυγολαμπίδες -λάμψεις αλλόκοσμες- τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιὰ του δέντρου. Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανὸ και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ κι ακούμπησε απαλὰ στην κορυφὴ του δέντρου. Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες ν΄ αναβοσβήνουν-κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιὰ- και το πεφταστέρι ν᾿ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του!

- "M΄ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο!!", είπε το δέντρο στο παιδὶ.
 -"Σ΄ ευχαριστώ πολύ! Σ΄ ευχαριστώ αληθινά...! Πόσο θα ΄θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγὼ ένα δώρο...!".
- "Μπορείς!",  αποκρίθηκε το παιδὶ, χουχουλίζοντας τα χέρια.
"Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω που να πάω...!"
- "Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις!", είπε το δέντρο. "Και να δεις...Θα κάνω εγὼ μια ευχὴ για σένα!".

      Το παιδὶ σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμὶ του δέντρου και σφίχτηκε, όσο μπορούσε, πιο κοντά του.

Το ταξίδι
      Το χιόνι έπεφτε γύρω του, πάνω του, πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει απὸ τις ριπὲς του χιονιού, όταν... ξαφνικὰ....-τι παράξενο!- άκουσε εκείνον τον ήχο...τον ήχο τον χαρμόσυνο!.... Κουδουνάκια τρόικας! 

      Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά! Άνοιξε τα μάτια..... Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Απὸ το βάθος του δρόμου -θαμπὰ στην αρχή, αλλὰ όλο και πιο ξεκάθαρα- την είδε! Είδε την παραμυθένια τρόικα με τ΄ ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά! Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω απὸ την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρὲς στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα, στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...


      Παραξενεύτηκε το παιδί. Πως βρέθηκε εδώ αυτὴ η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα? Και οι καβαλάρηδες? Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
Η τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τ΄ άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξὰς χαμογέλασε, απὸ το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

- "Τι όμορφο δέντρο!", χαμογέλασε. "Ποιος να το στόλισε, άραγε?".
- "Έγώ!", αποκρίθηκε το παιδί.
- "Αλήθεια?"
- "Ναι".
- "'Ελα μαζί μου, τότε! Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά".
- "Δεν πάω πουθενὰ χωρὶς το δέντρο μου!", απάντησε το αγόρι.
   
      Η πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολὴ και οι στρατιώτες του βασιλιὰ έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζὶ με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μία πορσελάνινη γλάστρα. Μετὰ, το φόρτωσαν στην τρόικα. Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του και βοήθησε το παιδὶ ν΄ ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του. Τ΄ άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα....
   
      Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί! Μπροστά τους ανοιγόταν μία απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος, μέσα απὸ τα διάφανα πέπλα του χιονιού, αχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτὲς πύλες του οπάλινου παλατιού!


      Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τ΄ άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά...! Σε λίγο, η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.....Το χιόνι, που συνέχισε ολοένα πιο πυκνὸ το σιωπηλὸ χορό του, έσβησε σχεδὸν αμέσως τα ίχνη απὸ τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων.....

      Λένε οι παλιοί....
Λένε οι παλιοὶ, ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ.... Ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί. Διηγούνται, επίσης, οι παλιοὶ, ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδὶ σκεπασμένο απὸ το χιόνι, τυλιγμένο σ΄ ένα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, μ΄ένα γαλήνιο χαμόγελο....ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
      Λένε, ακόμα, ότι απὸ τότε, κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει....κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει:


Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σ΄ εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι! Ότι, ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει -ποιος ξέρει απὸ που!- ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμὴ, ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ καὶ πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
       Έτσι λένε...! Ποιος ξέρει...?
                                                                     Eυγένιος Tριβιζάς -" Ένα δέντρο μια φορά".

                               

     Υ.Γ. Όσο καλή ή κακή κι αν είναι η ζωή σου κάθε πρωί που ξυπνάς, να είσαι ευγνώμων γι΄αυτή. Να θυμάσαι, ότι κάποιος άλλος...κάπου αλλού...ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ για να επιβιώσει....! Χρόνια σας πολλά με ελπίδα, κουράγιο και πολλή αγάπη. Όσο μπορείτε, πείτε το....σ΄αυτούς που αγαπάτε...